σκίρπος

σκίρπος
ο, Ν
βοτ. γένος πολυετών αγγειόσπερμων μονοκότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια κυπερίδες τής τάξης κυπερώδη, με 200 περίπου είδη, από τα οποία 9 απαντούν στην Ελλάδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην.ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. scirpus < λατ. skirpus «σχοίνος»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • σύφα — η, Ν το φυτό σκίρπος. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για διαλ. ονομ. τού φυτού σκίρπος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”